- ξυστρωτός
- ξυστρωτός, -όν (Α) [ξυστρώ]μτγν.1. (για κίονα) αυτός που φέρει ραβδώσεις, ραβδωτός («κέδρου πρὸς τὸν οἶκον ἔνδον διατετορευμένα ξυστρωτὰ καὶ περίγλυφα», ΠΔ)2. (για πυραμίδα) αυτός που έχει κατασκευαστεί με λοξή τομή3. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ δακτυλωτὸν ἔκπωμα, ἔνιοι δὲ τὸ κέρας, ἄμεινον δὲ τὸ ξυστρωτὸν λεγόμενον».
Dictionary of Greek. 2013.